γερμένος

γερμένος
η , ο
1) склонённый, нагнувшийся; 2) приоткрытый (о дверях); 3) прилёгший (на постель и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γερμένος" в других словарях:

  • γερμένος — και γυρμένος, η, ο βλ. γέρνω …   Dictionary of Greek

  • γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • αναγερτός — και αναγειρτός, ή, ό 1. αυτός που κλίνει ελαφρά προς τα κάτω, ο επικλινής 2. ο ελαφρά ξαπλωμένος ή γερμένος προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγέρνω. ΠΑΡ. ανάγερτα] …   Dictionary of Greek

  • γυρμένος — η, ο ο γερμένος …   Dictionary of Greek

  • πλαγιαστός — ή, ό, Ν [πλαγιάζω] 1. ο γερμένος προς τα πλάγια, λοξός, γυρτός 2. (για πρόσ.) ξαπλωμένος 3. (η αιτ. πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) πλαγιαστά με πλάγια κλίση, λοξά, πλαγίως …   Dictionary of Greek

  • προσκλινής — ές, ΝΜΑ [προσκλίνω] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το προσκλινές επίπεδη ανώτατη επιφάνεια τού προπετάσματος ενός οχυρώματος ή χαρακώματος νεοελλ. μσν. κεκλιμένος, γερμένος αρχ. 1. προκατειλημμένος, προδιαθετειμένος 2. αδρανής, αργός …   Dictionary of Greek

  • φρενιάζω — Ν 1. (μτβ.) κάνω κάποιον έξω φρενών, εξοργίζω, δαιμονίζω 2. (αμτβ.) α) γίνομαι έξω φρενών, εξοργίζομαι, δαιμονίζομαι β) κάνω πολύ θόρυβο γ) είμαι σε έκσταση, σε ιερή μανία («πια ο ψάλτης δε φρενιάζει... στης ορφικής κιθάρας γερμένος τη χορδή»,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»